βερέμης

βερέμης
ισσα , ικο
1) хилый, болезненный; 2) ноющий, недовольный; капризный; меланхоличный; 3) злобный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βερέμης" в других словарях:

  • βερέμης — ισσα, ικο 1. φυματικός 2. καχεκτικός 3. δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem] …   Dictionary of Greek

  • Βερέμης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1943 –). Ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής της πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης των ΗΠΑ και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Άρχισε την πανεπιστημιακή …   Dictionary of Greek

  • βερεμιάζω — [βερέμης] 1. γίνομαι φυματικός 2. μεταδίδω φυματίωση σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Мустоксидис, Андреас — Андреас Мустоксидис греч. Ανδρέας Μουστοξύδης …   Википедия

  • Анагностарас — Гесс, Петер фон Анагностарас побеждает турков при Вальтеси . Анагностарас (греч. Ανα …   Википедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»